"Ένα παιχνίδι για ένα χαμόγελο" για τα παιδιά πρόσφυγες που κατέφθαναν κατά χιλιάδες το 2015 στα παράλια της Λέσβου.
Κείμενο: Αντώνης Παπαθεοδούλου
Εικονογράφηση: Ίρις Σαμαρτζή
Κείμενο: Αντώνης Παπαθεοδούλου
Εικονογράφηση: Ίρις Σαμαρτζή
Το Οχιαυτό
(μια ιστορία για να διαβάσετε και να αναλάβετε δράση...)
Δεν θυμάμαι ακριβώς τη χρονιά, πρέπει να ήταν το 2067-2068. Φθινόπωρο. Ο μπαμπάς κι η μαμά θα πήγαιναν σαββατοκύριακο στη Στουτγκάρδη κι εμείς θα μέναμε στη γιαγιά Ρανίμ. Η καλύτερή μας!
Η γιαγιά Ρανίμ μας άφηνε πάντα να κάνουμε ό,τι θέλουμε κι εμείς αναστατώναμε όλο το σπίτι. Στήναμε μπάντες με τα κουζινικά της, παίζαμε παλιά παιχνίδια στο tablet της, ζωγραφίζαμε τους τοίχους, σκάβαμε τον κήπο, σκαρφαλώναμε στα δέντρα. Ποτέ δεν έλεγε όχι η γιαγιά. Σε τίποτα. Μας άφηνε να παίζουμε με όλα. Όλα εκτός από ένα: το Οχιαυτό!
Το Οχιαυτό ήταν ένα μικρό λούτρινο κουνέλι που η γιαγιά είχε στο πάνω πάνω ράφι του καθιστικού. Το είχαμε βαφτίσει έτσι με τον αδερφό μου γιατί όποτε τελειώναμε με τα άλλα παιχνίδια του σπιτιού και της ζητούσαμε να μας κατεβάσει το κουνέλι, η γιαγιά έλεγε παντα “όχι αυτό, όχι αυτό” κι ύστερα προσπαθούσε να μας δελεάσει πάντα με κάτι άλλο.
Εκείνο το Σάββατο όμως, πριν ακόμη φύγουμε για το σπίτι της, ήμασταν αποφασισμένοι:
-Θα της πούμε να μας κατεβάσει το Οχιαυτό!
-Ναι!
-Αλλιώς θα κάνουμε απεργία παιχνιδιού!
-Ναι και θα καθόμαστε σοβαροί στον καναπέ με σταυρωμένα χέρια!
-Ναι, όλη μέρα!
Κι αλήθεια, βάλαμε το σχέδιο "απεργία παιχνιδιού" σε εφαρμογή με το που φτάσαμε. Η γιαγιά όντως δεν άντεξε. Ήταν συνηθισμένη να μας βλέπει να χοροπηδάμε, να γελάμε και να ουρλιάζουμε από το πρωί μέχρι το βράδυ!
-Εντάξει νικήσατε, είπε, θα κατεβάσω το Οχιαυτό. Αλλά δεν θα παίξουμε, θα πούμε ιστορία.
Στρωθήκαμε στον κάναπε χαρούμενοι που το σχέδιο πέτυχε κι είχαμε κατακτήσει το απαγορευμένο, πολυπόθητο κουκλάκι! Η γιαγιά Ρανίμ κράτησε το Οχιαυτό όρθιο κι άρχισε να κουνάει τα χέρια του και να κάνει τη φωνή του.
“Λοιπόν παιδιά… θα σας πω πώς γνωριστήκαμε με τη γιαγιά σας”, είπε με φωνή κουνελιού κι εμείς σκάσαμε στα γέλια!
Και καθώς το Οχιαυτό έδινε σωστή παράσταση με την κουνελοφωνή του, μάθαμε πράγματα για τη γιαγιά Ρανίμ που δεν ξέραμε ως τότε!
Για τον καιρό που ήταν κι εκείνη παιδί.
Για το σπίτι της, τα παιχνίδια, τους φίλους της.
Κι ύστερα για τον πόλεμο.
Για τον θόρυβο που έκαναν οι βόμβες.
Για το σακιδιάκι της που δεν χώρεσε ούτε ένα παιχνίδι.
Για τον τρόμο και για το δρόμο, τον ατέλειωτο δρόμο.
Για τη μαύρη βάρκα της και τη νύχτα που κόντεψε στ’ αλήθεια να πεθάνει.
Για τις ώρες και τις μέρες που δεν περνούσαν με τίποτα.
Για το λιμάνι ενός νησιού μακριά από δω που λέγεται Λέσβος και για κάποιον που ένα πρωί της χαμογέλασε και της χάρισε έναν μικρό λούτρινο κούνελο. Τόσο μικρό που τελικά χώρεσε στο σακίδιο. Και που στο δύσκολο ταξίδι της που μόλις είχε ξεκινήσει, της κράτησε συντροφιά και την έκανε πολλές φορές να γελάσει.
Είχε πάει μεσημέρι όταν το Οχιαυτό τελείωσε την αφήγησή του και υποκλίθηκε!
-Λοιπόν τώρα που ξέρετε την ιστορία του μπορείτε να παίζετε και μαζί του, είπε η γιαγιά Ρανίμ -με την κανονική της φωνή αυτή τη φορά- και μας έδωσε τον κούνελο.
-Δεν ξέρουμε όλη την ιστορία του γιαγιά, είπε ο αδερφός μου! Δεν μας είπες πού έμενε πριν να σε γνωρίσει;
-Ε, αυτή την ιστορία δεν την ξέρω ούτε κι εγώ, είπε η γιαγιά και σηκώθηκε, εγώ τον γνώρισα όταν έγινε Ένα παιχνίδι για ένα χαμόγελο.
(μια ιστορία για να διαβάσετε και να αναλάβετε δράση...)
Δεν θυμάμαι ακριβώς τη χρονιά, πρέπει να ήταν το 2067-2068. Φθινόπωρο. Ο μπαμπάς κι η μαμά θα πήγαιναν σαββατοκύριακο στη Στουτγκάρδη κι εμείς θα μέναμε στη γιαγιά Ρανίμ. Η καλύτερή μας!
Η γιαγιά Ρανίμ μας άφηνε πάντα να κάνουμε ό,τι θέλουμε κι εμείς αναστατώναμε όλο το σπίτι. Στήναμε μπάντες με τα κουζινικά της, παίζαμε παλιά παιχνίδια στο tablet της, ζωγραφίζαμε τους τοίχους, σκάβαμε τον κήπο, σκαρφαλώναμε στα δέντρα. Ποτέ δεν έλεγε όχι η γιαγιά. Σε τίποτα. Μας άφηνε να παίζουμε με όλα. Όλα εκτός από ένα: το Οχιαυτό!
Το Οχιαυτό ήταν ένα μικρό λούτρινο κουνέλι που η γιαγιά είχε στο πάνω πάνω ράφι του καθιστικού. Το είχαμε βαφτίσει έτσι με τον αδερφό μου γιατί όποτε τελειώναμε με τα άλλα παιχνίδια του σπιτιού και της ζητούσαμε να μας κατεβάσει το κουνέλι, η γιαγιά έλεγε παντα “όχι αυτό, όχι αυτό” κι ύστερα προσπαθούσε να μας δελεάσει πάντα με κάτι άλλο.
Εκείνο το Σάββατο όμως, πριν ακόμη φύγουμε για το σπίτι της, ήμασταν αποφασισμένοι:
-Θα της πούμε να μας κατεβάσει το Οχιαυτό!
-Ναι!
-Αλλιώς θα κάνουμε απεργία παιχνιδιού!
-Ναι και θα καθόμαστε σοβαροί στον καναπέ με σταυρωμένα χέρια!
-Ναι, όλη μέρα!
Κι αλήθεια, βάλαμε το σχέδιο "απεργία παιχνιδιού" σε εφαρμογή με το που φτάσαμε. Η γιαγιά όντως δεν άντεξε. Ήταν συνηθισμένη να μας βλέπει να χοροπηδάμε, να γελάμε και να ουρλιάζουμε από το πρωί μέχρι το βράδυ!
-Εντάξει νικήσατε, είπε, θα κατεβάσω το Οχιαυτό. Αλλά δεν θα παίξουμε, θα πούμε ιστορία.
Στρωθήκαμε στον κάναπε χαρούμενοι που το σχέδιο πέτυχε κι είχαμε κατακτήσει το απαγορευμένο, πολυπόθητο κουκλάκι! Η γιαγιά Ρανίμ κράτησε το Οχιαυτό όρθιο κι άρχισε να κουνάει τα χέρια του και να κάνει τη φωνή του.
“Λοιπόν παιδιά… θα σας πω πώς γνωριστήκαμε με τη γιαγιά σας”, είπε με φωνή κουνελιού κι εμείς σκάσαμε στα γέλια!
Και καθώς το Οχιαυτό έδινε σωστή παράσταση με την κουνελοφωνή του, μάθαμε πράγματα για τη γιαγιά Ρανίμ που δεν ξέραμε ως τότε!
Για τον καιρό που ήταν κι εκείνη παιδί.
Για το σπίτι της, τα παιχνίδια, τους φίλους της.
Κι ύστερα για τον πόλεμο.
Για τον θόρυβο που έκαναν οι βόμβες.
Για το σακιδιάκι της που δεν χώρεσε ούτε ένα παιχνίδι.
Για τον τρόμο και για το δρόμο, τον ατέλειωτο δρόμο.
Για τη μαύρη βάρκα της και τη νύχτα που κόντεψε στ’ αλήθεια να πεθάνει.
Για τις ώρες και τις μέρες που δεν περνούσαν με τίποτα.
Για το λιμάνι ενός νησιού μακριά από δω που λέγεται Λέσβος και για κάποιον που ένα πρωί της χαμογέλασε και της χάρισε έναν μικρό λούτρινο κούνελο. Τόσο μικρό που τελικά χώρεσε στο σακίδιο. Και που στο δύσκολο ταξίδι της που μόλις είχε ξεκινήσει, της κράτησε συντροφιά και την έκανε πολλές φορές να γελάσει.
Είχε πάει μεσημέρι όταν το Οχιαυτό τελείωσε την αφήγησή του και υποκλίθηκε!
-Λοιπόν τώρα που ξέρετε την ιστορία του μπορείτε να παίζετε και μαζί του, είπε η γιαγιά Ρανίμ -με την κανονική της φωνή αυτή τη φορά- και μας έδωσε τον κούνελο.
-Δεν ξέρουμε όλη την ιστορία του γιαγιά, είπε ο αδερφός μου! Δεν μας είπες πού έμενε πριν να σε γνωρίσει;
-Ε, αυτή την ιστορία δεν την ξέρω ούτε κι εγώ, είπε η γιαγιά και σηκώθηκε, εγώ τον γνώρισα όταν έγινε Ένα παιχνίδι για ένα χαμόγελο.
--------------------------------
Για να στηρίξετε την πρωτοβουλία στείλτε παιχνίδια (όχι πολύ μεγάλα, όχι πολεμικά παιχνίδια) στο “Ένα παιχνίδι για ένα χαμόγελο”
Για να στηρίξετε την πρωτοβουλία στείλτε παιχνίδια (όχι πολύ μεγάλα, όχι πολεμικά παιχνίδια) στο “Ένα παιχνίδι για ένα χαμόγελο”